- χωματόδρομος
- ο, Νδρόμος χωρίς επίστρωση, χωρίς οδόστρωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, -ατος + δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μουσείο Παλαιάς Λατομικής Τέχνης, Υπαίθριο — Το πρώτο στην Eλλάδα, και από τα ελάχιστα του είδους του στον κόσμο, μουσείο λατομικής τέχνης δημιουργήθηκε από το 1994 έως το 1998 στον Διόνυσο Αττικής, σε μια έκταση 135 στρεμμάτων, στη θέση Αλούλα. Aποτελεί ιδιωτική πρωτοβουλία της… … Dictionary of Greek
ταρατσώνω — ταράτσωσα, ταρατσώθηκα, ταρατσωμένος 1. κατασκευάζω ταράτσα: Ταράτσωσε το σπίτι που χτίζει. 2. συμπιέζοντας το χώμα κάνω το έδαφος ομαλό, το ισοπεδώνω: Ο χωματόδρομος ταρατσώθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)